-
1 ὑπ-ημύω
ὑπ-ημύω, s. das homer. ὑπεμνήμυκε, nach welchem Coluth. 322 sagt ὑπημύουσι παρειαί.
См. также в других словарях:
υπημύω — Α γέρνω προς τα κάτω («ὑπημύουσι παρειαί», Κόλουθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἠμύω «γέρνω, κλίνω προς τα κάτω»] … Dictionary of Greek